- τετρασωμία
- (I)ἡ, ΜΑ [τετράσωμος]κράμα από τέσσερα μέταλλα («ὦ σύλληψις τετρασωμίας», Ολυμπ.).————————(II)η, Νβιολ. περίπτωση ανευπλοειδίας, δηλαδή ανώμαλης γενετικής κατάστασης, κατά την οποία οι πυρήνες τών κυττάρων τού οργανισμού περιέχουν τέσσερα χρωματοσώματα τού ίδιου τύπου αντί για δύο που είναι η φυσιολογική κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrasomy < τετρ(α)-* + -σωμία (< σώμα + κατάλ. -ία)].
Dictionary of Greek. 2013.